- τάραχος
- τάρᾰχος [τᾰ], ὁ,A = ταραχή, X.An.1.8.2, Cyr.7.1.32, Oec.8.10, Epicur.Ep.1p.28U., al., LXXEs.1.1, al., Plu.Pomp.61, BGU889.23 (ii A.D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τάραχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχος — (239 – 304). Ρωμαίος που μαρτύρησε για τη χριστιανική θρησκεία. Γεννήθηκε στην Ισαυρία της Μικράς Ασίας και υπηρέτησε στον ρωμαϊκό στρατό. Μαρτύρησε στην Ταρσό της Κιλικίας. Ο Σεβήρος από την Αντιόχεια έγραψε το 515 εγκώμιό του. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
τάραχος — ο 1. ταραχή (βλ. λ.). 2. φρ., «Τράβηξε των παθών του τον τάραχο», τράβηξε τα πάνδεινα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταράχοις — τάραχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχου — τάραχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχους — τάραχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχων — τάραχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχῳ — τάραχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχοι — τάραχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχον — τάραχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мѧтежь — МѦТЕЖ|Ь (199), А с. 1. Смятение, тревога. волнение, суета: Дн҃и насто˫ащю мълва бываѥть въ чл҃вцѣхъ и мѧтежъ и пришъдъши нощи вьси ѹсънѹть Изб 1076, 235 об.; прп(д)бьныи же антонии ˫ако же бѣ обыклъ ѥдинъ жити и не трьп˫а вс˫акого мѧте||жа и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)